προοδευτικώς

προοδευτικώς
Ν
επίρρ. βλ. προοδευτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προοδευτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που προοδεύει, που προχωρεί προς τα εμπρός, που εξελίσσεται («παρατηρείται προοδευτική βελτίωση τής κατάστασης») 2. (για πρόσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόοδο, που συντελεί στην πρόοδο ή εμφορείται από προηγμένες ιδέες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”